- καταφρόνημα
- καταφρόνημαcontemptneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφρόνημα — το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ] νεοελλ. μσν. 1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.) 2. αντικείμενο περιφρόνησης… … Dictionary of Greek
καταφρονημάτων — καταφρόνημα contempt neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφρονήματι — καταφρόνημα contempt neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφρονήματος — καταφρόνημα contempt neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφρονηματίζω — (Α) [καταφρόνημα] δίνω θάρρος, φρόνημα, αυτοπεποίθηση σε κάποιον … Dictionary of Greek
καταφρόνεμα — καταφρόνεμα, τό (Μ) βλ. καταφρόνημα … Dictionary of Greek
ՔԱՄԱՀԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0976 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. καταφρόνησις, καταφρόνημα, ὁλιγωρία contemptus, contemptio, negligebtia. Քամահելն. արհամարհանք. արհամարհութիւն. անարգանք. ապախտ առնելն. *Եւ ոչ զանձինս ինչ եղուկս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)